Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

ΑΡΧΑΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. Ευλογία ή κατάρα; Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης


Μέρος Β
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ
Αρχαιολόγος


Η προσέγγιση για την αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους διεθνείς οργανισμούς και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα λέγαμε δίνουν τις κατευθύνσεις ώστε η «επανένταξη» του μνημείου να οδηγήσει στην οικονομική βιωσιμότητα του τόπου και να προσφέρει νέες ευκαιρίες απασχόλησης προάγοντας την κοινωνική συνοχή, οδηγώντας σε μια πορεία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο ΟΟΣΑ αποδέχεται πως ο πολιτισμός αποτελεί τον τέταρτο πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης που συνεισφέρει καταλυτικά στην εμπέδωση ενός ευρύτερου αναπτυξιακού κλίματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2000 με την «Στρατηγική της Λισσαβόνας» αναγνώρισε τη σημασία του πολιτισμού στην ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, ενώ στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής η Ε.Ε. το 2007 εξέδωσε την Ευρωπαϊκή Ατζέντα για τον Πολιτισμό, σύμφωνα με την οποία μεταξύ άλλων θεώρησε πως η πολιτιστική κληρονομιά πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα των πολιτικών της και επιπλέον αποδέχτηκε τη συνεισφορά της πολιτιστικής κληρονομιάς στην οικονομική ανάπτυξη. Η εφαρμογή της νέας στρατηγικής «Ευρώπη 2020» εστιάζοντας σε τρεις προτεραιότητες «έξυπνη, βιώσιμη ανάπτυξη, χωρίς αποκλεισμούς» αποδέχεται πως ο πολιτισμός μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Το δε Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάιο του 2014 υιοθέτησε την άποψη πως η πολιτιστική κληρονομιά αποτελεί στρατηγικό πόρο για μια βιώσιμη Ευρώπη και πως έχει σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. 

Η προστασία των φυσικών, κοινωνικών και πολιτιστικών πόρων ενός τόπου μέσα από μια ισορροπημένη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη μπορούν να συνεισφέρουν στην αειφόρο ανάπτυξη.
Έτσι τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι, εκτός από φορείς ιστορικής μνήμης, αναδεικνύονται σε βασικούς και αναντικατάστατους πόρους περιφερειακής αειφόρου ανάπτυξης που βοηθούν στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, μέσω του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Αυτή η αναβάθμιση, ιδιαίτερα στις πόλεις, έχει αρκετά συχνά έναν σημαντικό διττό ρόλο. Από τη μια, αποσκοπεί στην βελτίωση της ποιότητας του αστικού τους χώρου για την προσέλκυση νέων επιχειρήσεων και ποικίλων επενδύσεων και από την άλλη, η αναβάθμιση των αρχαιολογικών χώρων και η αναζωογόνησή τους εξασφαλίζει κοινωνική και χωρική ισορροπία.

Πως λοιπόν και από ποιους πρέπει να ασκείται η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου; Σύμφωνα με όλα τα επιστημονικά ντοκουμέντα και τις διεθνείς συμβάσεις, δεν νοείται διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς χωρίς τη γνώμη, τη δραστηριοποίηση και τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας. Δικά της είναι τα ιστορικά κατάλοιπα και δεν νομιμοποιείται κανείς να σχεδιάζει ερήμην μιας κοινωνίας που τα γέννησε, τα διέσωσε μέχρι σήμερα και τα χρειάζεται για το μέλλον.

Η διαχείριση των μνημείων των ιστορικών πόλεων είναι μια σύνθετη διεπιστημονική και πολιτική δραστηριότητα που πρέπει να ασκείται από τοπικούς ή δημόσιους φορείς. Αρχικά η διαχείριση επιβάλλεται να βασίζεται στην επιστήμη της αρχαιολογίας ή της αρχιτεκτονικής, αλλά σε μια δεύτερη φάση οφείλει να κάνει το ποιοτικό άλμα για να ανιχνεύσει τις σχέσεις του μνημείου με τον πολίτη, τις οικονομικές παραμέτρους και τις κοινωνικές επιπτώσεις της προστασίας, το ρόλο του μνημείου στην ιστορική συνέχεια και τη λειτουργία του ως μνημείο. Ο μόνος που μπορεί να αναλάβει τέτοιο ρόλο είναι η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Βέβαια εννοούμε μια Τοπική Αυτοδιοίκηση που είναι ικανή να αντιληφθεί πως η σύγχρονη πόλη είναι το αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδρομής ιδιαίτερα δυναμικής, αφού κάθε στιγμή το παρόν γίνεται παρελθόν και επηρεάζει το μέλλον. Αυτή οφείλει να ανασυνθέσει αυτή την ιστορική διαδρομή, ως ιστορική ενότητα, ως μια έννοια καθολική με καθοριστικό το ρόλο του ανθρώπου. Έτσι η ίδια η πόλη καθίσταται από μόνη της θεματοφύλακας της ιστορίας της.

Αναμφίβολα δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις ως προς το ρόλο που είχε η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά. Δική της είναι η ευθύνη για την καταστροφή των πόλεων και την μεταμόρφωσή τους σε τοπία χωρίς ιστορική αναφορά και μνήμη, όπου αναγόρευσε τον «εργολαβισμό» ως την πεμπτουσία της ανάπτυξης κα εξέπεμψε ένα φτηνό λαϊκισμό και νεοπλουτισμό απέναντι στα μνημεία.

Αντίθετα ένα σύστημα αποκέντρωσης και πραγματικής αυτοδιοίκησης, με ενεργό το ρόλο των πολιτών, των κινημάτων πόλεων, των συλλογικοτήτων και των πρωτοβουλιών είναι δυνατό να δώσει μια άλλη προοπτική. Η πολιτικοποίηση των πολιτιστικών πολιτικών των πόλεων είναι μονόδρομος. Ήδη αυτά τα ζητήματα λύθηκαν στην Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Οι πιο καινοτόμες και μεγάλης εμβέλειας πρωτοβουλίες στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, και τη Βρετανία αναπτύχθηκαν από δήμους ελεγχόμενους από την αριστερά, ξεκόβοντας από την παράδοση η οποία προσέδιδε στην πολιτιστική πολιτική μια σχετικά ουδέτερη και απολίτικη αξία. Οι νέες στρατηγικές ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την άνθηση και των κοινωνικών κινημάτων στις πόλεις, τα οποία θεωρούσαν ότι η πολιτική και πολιτιστική δράση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Αυτές οι στρατηγικές χρησιμοποιήθηκαν από μια νέα γενιά τοπικών πολιτικών ηγετών οι οποίοι ριζοσπαστικοποίησαν τους πολιτιστικούς στόχους για να προωθήσουν και να διευρύνουν την πρόσβαση και συμμετοχή στους χώρους πολιτισμού σε όλους τους πολίτες. Έτσι από τη δεκαετία του 1980 επεκτάθηκε αυτή η αντίληψη σε όλη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της πολιτιστικής πολιτικής ως στρατηγικής για την αναζωογόνηση και την εικόνα των πόλεων και της οικονομικής ανάπτυξής τους. Πόλεις που δεν κατάφεραν να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους περιθωριοποιήθηκαν και έχασαν οικονομικούς πόρους.

Η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι δυνατό να συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην τοπική οικονομία, στον πολιτιστικό τουρισμό και στην αστική αναβίωση.

Γενικότερα τα αναπτυξιακά και οικονομικά οφέλη που μπορεί να προσποριστεί μια πόλη μια περιοχή αφορούν πολλούς τομείς, τόσο στην αλλαγή της όψης του χωροταξικού περιβάλλοντος προς ποιοτικότερες συνθήκες διαβίωσης, όσο και σε έναν θετικό οικονομικό αντίκτυπο, αφού τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν πόλους έλξης επισκεπτών σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, γύρω από τους οποίους αναπτύσσονται σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες. Αυτή καθεαυτή η ύπαρξη και ανάδειξη του μνημειακού πλούτου αποτελεί τη βάση σημαντικών οικονομικών δραστηριοτήτων ενώ παράλληλα συμβάλει στην κοινωνική συνοχή και στην εξάλειψη των οικονομικό-κοινωνικών ανισοτήτων. Οι ευκαιρίες που δημιουργούνται αφορούν στην αναβίωση παραδοσιακών επαγγελμάτων, στην ενθάρρυνση τοπικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και παραγωγή τοπικών προϊόντων, την προώθηση εκδηλώσεων και δράσεων προς ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών, ενώ παράλληλα μπορούν να παραχθούν θέσεις εργασίας και σε δευτερογενείς κλάδους όπως υπηρεσίες μεταφοράς, διαμονής κ.τ.λ. Οι αρχαιολογικοί χώροι ως δημόσιοι χώροι παράγουν κοινωνικό και περιβαλλοντικό κεφάλαιο, ενώ οι πόλεις και οι περιφέρειες με αρχαιολογικό απόθεμα μπορούν να μετατραπούν σε κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας, σε σημεία δημιουργικότητας και πολιτισμού και σε τόπους αλληλεπίδρασης και κοινωνικής ένταξης των διάφορων κοινοτήτων.

Η συμβολή του τουρισμού στην οικονομία μιας περιοχής έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική αναπτυξιακή δύναμη τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Η «Χάρτα του Πολιτιστικού Τουρισμού», αναγνωρίζει ότι η φυσική και πολιτιστική κληρονομιά αποτελούν στοιχεία τουριστικής έλξης μείζονος σημασίας και ότι ο τουρισμός αποτελεί ισχυρό οικονομικό και αναπτυξιακό παράγοντα και φορέα πολιτιστικών σχέσεων. Ενδεικτικά, σε έρευνα του Ευρωβαρόμετρου σχετικά με την στάση των Ευρωπαίων έναντι του τουρισμού, το 27% των ταξιδιωτών της Ε.Ε. δηλώνουν ότι η πολιτιστική κληρονομιά είναι βασικός παράγοντας στην επιλογή ταξιδιωτικού προορισμού. Το 2013 το 52% των πολιτών της Ε.Ε. επισκέφθηκε τουλάχιστον ένα ιστορικό μνημείο ή τοποθεσία και το 37% κάποιο μουσείο στις αντίστοιχες χώρες τους.
Επίσης τα μνημεία, μέσα από πολιτικές βιώσιμης διαχείρισης και ανάδειξης, είναι ικανά να συμβάλουν στην δημιουργία ενός ισχυρού brand name της πόλης, το οποίο αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα σύγχρονο εργαλείο για την αύξηση της επιρροής και της ακτινοβολίας της πολιτιστικής εικόνας της πόλης, ενώ ταυτόχρονα να ενισχύσει την τοπική της ταυτότητα. Περιπτώσεις πόλεων που επένδυσαν στην ανάδειξη της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, όπως για παράδειγμα το Μπιλμπάο και δημιούργησαν «το μοναδικό χαρακτήρα» της ταυτότητάς τους πόλης, δηλ. ένα brand name, σήμερα έχουν καθιερωθεί ως παγκόσμιοι πολιτιστικοί προορισμοί.
Μια άλλη θετική επίδραση της αξιοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς εντοπίζεται στον αστικό τουρισμό. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια εναλλακτική μορφή τουρισμού, αστικού ενδιαφέροντος, ο αστικός τουρισμός ή αλλιώς city break. Ο τουρισμός αυτός είναι μία ανερχόμενη τάση, κυρίως ανάμεσα στους έμπειρους ταξιδιώτες. Αφορά τους ανθρώπους αυτούς που δεν επιθυμούν απλά και μόνο μια «επιφανειακή» και τυποποιημένη σχέση με τους δημοφιλείς αστικούς προορισμούς, αλλά επιδιώκουν μια βαθύτερη γνωριμία με την πολιτιστική κληρονομιά, την πραγματική ζωή, τον ρυθμό και τον αληθινό χαρακτήρα μιας πόλης. Ένα από τα σημαντικά κίνητρα επίσκεψης μιας πόλης είναι η πολιτιστική της κληρονομιά, τα πολιτιστικά δρώμενα, και οι αρχαιολογικοί της χώροι.

Είναι ξεκάθαρο ότι δυνατότητες και ευκαιρίες για τις πόλεις με ιστορικό υπόβαθρο να «εκμεταλλευτούν» την πολιτιστική τους κληρονομιά για ανάπτυξη υπάρχουν, αρκεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση να αντιληφθεί τον καθοριστικό ρόλο της. Η ανάδειξη της συνολικής μνήμης της πόλης προϋποθέτει, ηγεσίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με όραμα, προϋποθέτει σύγκρουση με κατεστημένες αντιλήψεις και συμφέροντα, προϋποθέτει τον συντονισμό των ειδικών, σοβαρή μελέτη και οργανωμένο σχέδιο. Πάνω από όλα όμως προϋποθέτει τη μετατροπή του πολίτη από παθητικό δέκτη σε ενεργητικό μέτοχο με δικαίωμα στην πληροφόρηση και στη συμμετοχή.



Βιβλιογραφία
  • Αργυρόπουλος Βασίλης, 2015, Αρχαία Μνημεία και Αρχαιολογικοί Χώροι στις Σύγχρονες Πόλεις. Η πολιτική της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την προστασία, ανάδειξη και προβολή των αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Πάτρας, Διπλωματική διατριβή του μεταπτυχιακού τίτλου στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Μπιανκίνι Φ., Πάρκινσον Μ., 1994, Πολιτιστική Πολιτική και Αναζωογόνηση των Πόλεων, Η εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης, Ε.Ε.Τ.Α.Α., Αθήνα.
  • Κωνστάντιος Δ., 2003, Η Πόλη, το Μουσείο, το Μνημείο, Δοκίμια πολιτιστικής διαχείρισης, Αθήνα.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου